Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



φάγῃ, νὰ


Ερμηνεία:

(να φάγει) [γ΄πρόσωπο ενικού του αορίστου  υποτακτ. του ρ. τρώγω]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) τρώγω (ροκανίζω, τρώγω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον.., [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: